Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀπο - ρρώξ

См. также в других словарях:

  • κυμορρώξ — κυμορρώξ, ῶγος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που σπάει τα κύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα + ρρώξ (< ῥήγνυμι). Ο τ. εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας. Ο διπλασιασμός τού ρ οφείλεται στη βραχύτητα τής προηγούμενης συλλαβής (πρβλ. απο ρρώξ, κατα ρρώξ)] …   Dictionary of Greek

  • περιρρώξ — ῶγος, ὁ, ἡ, Α (για βράχους, βουνά, ακτές) απόκρημνος από παντού, απότομος ολόγυρα («πέτρα ἀπότομος καὶ περιρρώξ», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ῥώξ, λ. που απαντά μόνο στην αιτ. πληθ. ῥῶγας (< θ. ρωγ τού ῥήγνυμι, πρβλ. παρακμ. ἔρ ρωγ α), πρβλ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»